φυτοτεχνία

φυτοτεχνία
η см. φυτοκρμία

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φυτοτεχνία" в других словарях:

  • φυτοτεχνία — η, Ν (γεωπ.) σύνολο επιστημών και τεχνικών που μελετούν τις διαδικασίες παραγωγής καλλιεργούμενων φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτό + τεχνία (< τέχνης < τέχνη), πρβλ. ζωο τεχνία. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Ξενοφ. Ζύγουρα] …   Dictionary of Greek

  • φυτοτεχνία — η η τέχνη της καλλιέργειας των φυτών, η φυτοκομία (πρβλ. ζωοτεχνία), η επιστήμη της βιομηχανικής χρησιμοποίησης των φυτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυτοκομία — η η τέχνη του φυτοκόμου (βλ. λ.), η επιστημονική καλλιέργεια των φυτών, η φυτοτεχνία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»